Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Εσχάτως, τα γεγονότα γύρω από το ποδόσφαιρο, έφεραν στο προσκήνιο, ένα διαχρονικό πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού: την ανισοβαρή σχέση “κέντρου” και “περιφέρειας”. Έγραψα κάποια κείμενα για τα “ποδοσφαιρικά”, σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο πρόβλημα, τα οποία αναρτήθηκαν σε διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. [ Βλ. ενδεικτικώς, Όμηρος Ταχμαζίδης: Πόλεμος κατά του ΠΑΟΚ ή κατά της ελληνικής οικονομίας]] Στην Θεσσαλονίκη, με αφορμή το ποδόσφαιρο και τον ΠΑΟΚ, φούντωσε η συζήτηση της ποδηγέτησης της πόλης από την “Αθήνα”, λέγονται και γράφονται διάφορα, από απλοϊκά και μονομερή έως πιο διεισδυτικές αναλύσεις για το οδυνηρό φαινόμενο της ανισόρροπης σχέσης “κέντρου” “περιφέρειας” στον ελλαδικό πολιτικό και κοινωνικό σχηματισμό.
Η συγκεκριμένη πολιτική προβληματική έχει πολλές πτυχές, η ανάλυση των οποίων προαπαιτεί διαρκή δημόσιο διάλογο και παραγωγικές δημόσιες συγκρούσεις απόψεων και ιδεών, ώστε να προκύψουν λειτουργούσες πολιτικές αποφάσεις. Κάτι το οποίο ήταν πάντοτε δύσκολο στα ήθη του πολιτικού πολιτισμού μας και, τώρα στις συνθήκες της κρίσης, φαίνεται πλέον ακατόρθωτο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική συζήτηση και σύγκρουση για την αποκέντρωση στην χώρα μας είναι ανεπίκαιρη. Επίκαιρο δεν είναι μόνο εκείνο το οποίο κυριαρχεί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά και εκείνο το οποίο χρειαζόμαστε, εκείνο το οποίο έχουμε ανάγκη.
Για το λόγο αυτό ανέσυρα ένα παλαιότερο κείμενο από το αρχείο μου, όπου η επικαιρότητα και ανεπικαιρότητα κάποιων πραγμάτων φωτίζονται καλύτερα από την βαθύτερη προοπτική του χρόνου. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Κιλκίς In Extremis, τον Φεβρουάριο του 2003 και φέρει τον τίτλο “Η γνώμη ενός >τρίτου<”. Παραθέτω το κείμενο στην αυθεντική του μορφή, χωρίς προσθήκες ή αφαιρέσεις. Η θέση μου και τότε και τώρα απέναντι στο “αθηναϊκό κέντρο” είναι σαφής: ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι, αν δεν δοθούν απαντήσεις, βασικό μέρος του πυρήνα του προβλήματος του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού.
Το άρθρο στο περιοδικό του Κιλκίς In Extremis:
Η γνώμη ενός “τρίτου”
Η ίδρυση περιφερειακών ανώτερων και ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προβλήθηκε ως μια προσπάθεια οικονομικής τόνωσης και ανάπτυξης περιοχών της χώρας που βρίσκονται εκτός του δίπολου Θεσσαλονίκης-Αττικής.
Η σκέψη είναι απλή, σχεδόν απλοϊκή: “Φυτεύουμε” στην περιφέρεια της χώρας εκπαιδευτικά ιδρύματα για να αναζωογονηθούν περιοχές που βρίσκονται σε χρόνια οικονομική ύφεση, ή παρουσιάζουν συμπτώματα μιας γενικότερης στασιμότητας και οπισθοδρόμησης σε σχέση με άλλες περιοχές.
Εκείνο που ξενίζει είναι ότι πολλά από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν σε μια περιοχή, δεν έχουν αυτοτελή λειτουργία, ούτε μια πλειάδα αλλληλοσυμπληρούμενων αντικειμένων, ώστε να πλησιάζουν και στις ανάγκες της κάθε περιοχής, όπου αυτό είναι επιθυμητό και εφικτό. Αντίθετα παρατηρούμε μια τάση ανεξέλεγκτης “ηγεμονίας” εις βάρος όλων των προσπαθειών που γίνονται στην περιφέρεια από διάφορα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Το παράδειγμα του παραρτήματος του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης στο Κιλκίς είναι ενδεικτικό. Αντίστοιχα υπάρχουν παραρτήματα πανεπιστημίων σε περιφερειακές πόλεις. Αυτό είναι , εξ όσων γνωρίζουμε, ελληνικό φαινόμενο.
Αντί να δημιουργηθεί για παράδειγμα πανεπιστήμιο στην Δυτική Μακεδονία, δημιουργούνται διάφορα παραρτήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ποιότητα και η επιστημονική αρτιότητα αυτών των τμημάτων/παραρτημάτων είναι βέβαιο ότι ποτέ δεν θα αγγίξει ένα αξιόλογο επίπεδο.
Τα ιδρύματα αυτά αποκομμένα και μη έχοντας να προσφέρουν έναν ευρύτερο κύκλο σπουδών και ένα ευρύτερο περιβάλλον έρευνας, αλλά και πρακτικής, θα μετατραπούν σε παραγωγούς πτυχίων και διπλωμάτων χωρίς κανένα αντίκρισμα. Ένα παράρτημα θα παραμείνει παράρτημα στη συνείδηση του κόσμου, ανεξάρτητα από τις προσπάθειες των διδασκόντων. Θα παραμείνει παράρτημα και για την κεντρική εξουσία μ΄ ότι αυτό συνεπάγεται.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα έπρεπε να εγκατασταθεί, με τις συνθήκες που εγκαταστάθηκε, το ΤΕΙ στο Κιλκίς; Στο ερώτημα αυτό δεν μπορούμε να απαντήσουμε γιατί μας λείπουν τα συγκριτικά στοιχεία με άλλες περιοχές. Βέβαιο είναι ότι η απόφαση δημιουργίας παραρτήματος ελήφθη στο πλαίσιο της συνηθισμένης εξισορρόπησης τοπικών συμφερόντων. Οι ευφημισμοί περί ανάπτυξης της περιοχής απλώς προσπαθούν να συγκαλύψουν αυτό το γεγονός. Ακόμη και η τελευταία σπουδή για την επίλυση του κτιριακού επιβεβαιώνει ότι η βάση της απόφασης είναι η λογική της εξισορρόπησης. Το τελευταίο που απασχόλησε πολιτικούς και “τεχνοκράτες” ήταν η βιωσιμότητα, η λειτουργικότητα και η ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης από το παράρτημα.
Θα μπορούσαμε, για να δώσουμε μια έμμεση απάντηση στο ερώτημα, να κοιτάξουμε το ζήτημα από μια άλλη οπτική γωνία. Μπορούμε να θέσουμε ένα παραπλήσιο ερώτημα: Θα είχε νόημα η εγκατάσταση ενός αυτοτελούς ιδρύματος με συγκεκριμένα περιεχόμενα σπουδών στο Κιλκίς; Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίζαμε μια βάση συγκεκριμένης συζήτησης που θα απόφευγε τα κοινότοπα περί οικονομικού οφέλους και θα έβαζε μια τέτοια πρόταση στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής προοπτικής της περιοχής.
Στο ερώτημα θα απαντούσαν πολύ καλύτερα οι πολιτικοί και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι αν το διατύπωναν υπό άλλη μορφή: Είχε ανάγκη η Θεσσαλονίκη, και μάλιστα στην Σίνδο, από τη δημιουργία ενός ΤΕΙ;
Ποια τα οφέλη της Θεσσαλονίκης από το ΤΕΙ της; Τα οικονομικά θα αναφωνήσουν μερικοί και θα επικαλεστούν τους ενοικιαστές σπιτιών, τους μαγαζάτορες κ.τ.λ. Η “πρωτεύουσα των Βαλκανίων”, εξαρτάται, λοιπόν, από την έλευση μερικών ακόμη χιλιάδων σπουδαστών για να σταθεί οικονομικά; Μια πόλη με την υποτιθέμενη δυναμική της Θεσσαλονίκης δεν θα έπρεπε να έχει ανάγκη από τέτοιες “ενέσεις”. Άλλωστε τα δύο πανεπιστήμια της φέρνουν στην πόλη αρκετό σπουδαστικό κόσμο απ΄ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Οι φοιτητές, όμως, έπαψαν να είναι σημαντικό μέρος της καθημερινής ζωής της πόλης. Πέρασαν οι δεκαετίες του ΄60 και ΄70 τότε που το φοιτητικό στοιχείο καθόριζε την εικόνα της πόλης. Το μέγεθος και ο πληθυσμός μετατρέπουν το δυναμικό φοιτητικό στοιχείο σχεδόν αόρατο στην καθημερινότητα της πόλης. Σε μια περιφερειακή πόλη αντίθετα οι σπουδαστές δεν συνδράμουν μόνον οικονομικά, αλλά συμβάλλουν και στην αποδέσμευση της περιοχής από τα δεσμά του επαρχιωτισμού και της κλειστής κοινωνίας και δίνουν άλλον αέρα σε μια, ακόμη και οικονομικά εύρωστη, πόλη της επαρχίας.
Το ΤΕΙ της Θεσσαλονίκης έχει δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στην Θεσσαλονίκη, από ότι οφέλη για τους Θεσσαλονικείς. Δημιουργεί προβλήματα και στους ίδιους τους σπουδαστές με την μεγάλη απόσταση από το κέντρο της πόλης, τα ακριβά ενοίκια κλπ.
Θα μπορούσε το Κιλκίς να φιλοξενήσει ένα κάποιο ΤΕΙ; Το ερώτημα μπορεί να τεθεί και για μια σειρά άλλες πόλεις που αρκούνται σε διάφορα παραρτήματα Πανεπιστημίων ή ΤΕΙ. Η αρχική απάντηση είναι, γιατί όχι. Αν κάτι λείπει σε υποδομές και σε ιδέες, ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τους πολιτικούς και την κεντρική εξουσία. Πεδίο δόξης λαμπρό και για τους διάφορους τεχνοκράτες των υπουργείων να επινοήσουν λύσεις, να σκεφτούν εναλλακτικές προτάσεις, να οραματισθούν μια άλλη σχέση της ανώτερης εκπαίδευσης με την ελληνική επαρχία.
Αν ασχολείται σήμερα το παράρτημα με το σχέδιο και το ρούχο – αν έχουμε πληροφορηθεί σωστά – γιατί να μην ασχοληθεί και με τη διακοσμητική και το σχέδιο χώρου. Αυτό το συγκεντρωτικό κράτος προέβλεψε να τα κρατήσει στην Αθήνα. Το ΤΕΙ της Αθήνας έχει τμήμα διακοσμητικής στο οποίο, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγονται μαθήματα που αφορούν στην μελέτη και διαμόρφωση εσωτερικών χώρων, στο σχεδιασμό επίπλων και χρηστικών προϊόντων, διακοσμητικών και καλλιτεχνικών αντικειμένων.
Αν θέλει κανείς να δημιουργήσει μία σχολή σε κάποιο τομέα δεν χρειάζεται το ίδιο αντικείμενο να το διασκορπίσει σε δύο ή τρεις πόλεις, με αποτέλεσμα η μεγαλύτερη να είχε την προτίμηση και των σπουδαστών και των εκπαιδευτικών. Αυτό σημαίνει ότι μακροπρόθεσμα θα μαραζώσουν οι αντίστοιχες σχολές των επαρχιακών πόλεων και θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά, ιδεολογικά, ευκαιριακά και για όποιον άλλο λόγο μπορεί να φανταστεί κανείς. Σίγουρα, όμως, όχι για αυτόν που υποτίθεται συγκροτήθηκαν.
Οι περιφερειακές πόλεις εναγκαλισμένες από τις δαγκάνες της λογικής του συγκεντρωτικού κράτους δίνουν συνεχώς μάχες οπισθοφυλακής για να διατηρήσουν τα ανύπαρκτα και να κερδίσουν τα ελάχιστα, αντί να θέσουν συνολικά το ζήτημα της αξιοποίησης της αναπτυξιακής δυνατότητας που δίνουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε μια εποχή γνώσης. Σε αυτήν την μάχη για το ελάχιστο λησμονούν οι άνθρωποι της περιφέρειας ότι στην εποχή μας δεν έχει σημασία, για την ανάπτυξη μιας περιοχής ή μιας χώρας, η γνώση γενικά και αόριστα, αλλά το προβάδισμα στη γνώση. Καταλαβαίνει κανείς ότι με παραρτήματα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι περιφερειακές πόλεις θα είναι ουραγοί των μεγάλων αστικών κέντρων, τα οποία, συν τοις άλλοις, δεν λειτουργούν με κριτήριο το συνολικό συμφέρον της χώρας, αλλά με τα μικροσυμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που εμπλέκονται στην διάχυση της γνώσης. Σε απλά ελληνικά, είναι πολύ δύσκολο για έναν καθηγητή να μετακομίσει από την Αθήνα στο Κιλκίς για να εργαστεί σε ένα ΤΕΙ, ακόμη πιο δύσκολο του είναι να φανταστεί, ως γνήσιος μικροαστός της μεγαλούπολης, να περάσει τη ζωή του σε μια επαρχιακή πόλη όπως είναι το Κιλκίς. Για αυτό ασκεί παντοιοτρόπως πίεση στην πολιτική εξουσία να παραμένει το ΤΕΙ ή το ΑΕΙ στο Λεκανοπέδιο, αδιάφορα αν αυτό κοστίζει μακροπρόθεσμα στον ίδιο, στην οικογένειά του, στην πόλη που ζει και στην χώρα. Ταυτόχρονα “φρενάρει” και τις δυνατότητες ανάπτυξης της περιφέρειας.
Η περιφέρεια οφείλει και πρέπει να απαντήσει, μέσα από ορθολογική επιχειρηματολογία, αλλά και με διασφάλιση κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών το μερίδιό της στην “κατανομή” των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο χάρτη της χώρας. Η διαρκής πολιτική επαιτεία προς το αθηναϊκό κέντρο, θα πρέπει κάποια στιγμή να πάρει ένα τέλος προς όφελος όλων.