Με μια αναφορά του στα ελληνοτουρκικά, σε συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα Die Welt am Sonntag, ο υπουργός επί των εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας Νίκος Δένδιας κάλεσε την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να αναστείλει την παράδοση πολεμικού υλικού, ναυτικής χρήσεως, προς την Τουρκία.
Η έκκληση του έλληνα υπουργού δύναται να εκληφθεί ως μέσο πίεσης, ως απαίτηση, ως προτροπή, ως ικεσία αναλόγως με την σκοπιά ανάγνωσης του κάθε ερμηνευτή των δηλώσεων του και των αντίστοιχων ασύνειδων επιθυμιών του να εντάξει την πραγματικότητα σε αυτό ή το άλλο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Η δική μου ανάγνωση των πραγμάτων με οδηγεί να ερμηνεύσω παρόμοιες δηλώσεις ως ένδειξη της αμηχανίας και του αδιεξόδου εις το οποίο έχει περιέλθει η χώρα (προφανώς και δεν οφείλεται αυτό μόνο στον κ. Νίκο Δένδια) εξ αιτίας της ελλείψεως μακροϊστορικού σχεδίου-οράματος και πολιτικού-στρατηγικού σχεδιασμού βάθους. Και η συγκεκριμένη δήλωση του υπουργού επί των εξωτερικών καταγράφει τη γενικότερη διεθνοπολιτική αμηχανία της πολιτικής τάξης του τόπου, η οποία στον τομέα αυτό παραμένει μόνη και χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τα διάφορα σπάργανα οργανικής διανόησης που διαθέτει η χώρα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η τελευταία δημιουργεί μέσα στην παραζάλη των ιδεοληψιών της και του πολιτιστικού ρατσισμού της ένα παραλυτικό εφησυχασμό, όχι μόνο στο πλαίσιο της γενικότερης κοινής γνώμης, αλλά και στο ειδικότερο εκείνων των κοινωνικών ομάδων που σχετίζονται με την άμυνα της χώρας. [Βλ. σχετικώς το ανάρτησή μου στην σελίδα μου “Ομηρικοί λόγοι” στο facebook με τίτλο “Περί ρατσισμού και Τούρκων”, όπου επικρίνω όλα όσα γράφει στο σύντομο σημείωμά του με τίτλο “Η >Γαλάζια Πατρίδα< ενός ποιμενικού λαού” στο τριμηνιαίο περιοδικό “Εθνικές επάλξεις” του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Άμυνας – τεύχος Οκτωβρίου/Δεκεμβρίου 2019, ο Ηλίας Κουσκουβέλης, καθηγητής διεθνών σχέσεων και διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών και Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας ]
Πως έχουν τα πράγματα ως προς τη συγκεκριμένη συνάφεια των δηλώσεων του υπουργού επί των εξωτερικών; Σύμφωνα με δημοσιοποιημένη ανακοίνωση της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής” («Οι γερμανικές πωλήσεις όπλων δεν είναι “ουδέτερες”», 11 Νοεμβρίου 2020) “η Γερμανία τον τελευταίο καιρό δεν υπογράφει νέες συμβάσεις για τον εξοπλισμό της Τουρκίας, αλλά όσον αφορά τις προηγούμενες συμβάσεις που υπέγραψε η Τουρκία λαμβάνει την μερίδα του λέοντος από τις γερμανικές εξαγωγές πολεμικού, κυρίως για ναυτικές χρήσεις, υλικού και καταλαμβάνει στη σχετική λίστα εξαγωγών την πρώτη θέση ως χώρα εισαγωγής γερμανικού πολεμικού υλικού”.
Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτουν μια σειρά ερωτήματα, τα οποία καλό είναι να απασχολήσουν τα πολιτικά κόμματα, το επιστημονικό προσωπικό της χώρας, την οργανική διανόηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και, κατ΄ επέκταση, την ελληνική κοινή γνώμη.
Είναι δυνατόν να ανακαλέσει η γερμανική πλευρά συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν δέκα και πλέον χρόνια και “τρέχουν” κανονικά εδώ και καιρό; Δεν είναι παράλογο να ζητούμε και, μάλιστα, δημοσίως μέσω μιας συνέντευξης, την αναστολή της ροής πολεμικού υλικού και τεχνολογίας, με το επιχείρημα ότι κινδυνεύουμε; Δεν αναγορεύεται η Γερμανία με αυτόν τον τρόπο de facto σε προστάτη της χώρας μας και η Ελλάδα μετατρέπεται εκ των πραγμάτων σε προτεκτοράτο της; Επιθυμεί και αν επιθυμεί, δύναται η Γερμανία να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο προστασίας; Τα ερωτήματα γίνονται ακόμη πιο επιτακτικά, εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο Νίκος Δένδιας θεωρεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια διαδικασία που θα διαρκέσει “αιώνες”… Θα μπορούσα να συνεχίσω την παράθεση ερωτημάτων (Τι θα σήμαινε αναστολή τουρκικών παραγγελιών για τα γερμανικά ναυπηγεία και την γερμανική αγορά εργασίας; Δεν υπάρχει κίνδυνος στροφής της Τουρκίας προς άλλες χώρες, π.χ. Ρωσία και τι θα σήμαινε αυτό; ….) αλλά δεν έχει νόημα.
Η αμηχανία του ελληνικού πολιτικού προσωπικού είναι εμφανής και μόνο με την παράθεση δύο ή τριών κρίκων από την τεράστια αλυσίδα ερωτημάτων, τα οποία ανασύρει στην ημερήσια διάταξη ο κίνδυνος και η αντιμετώπισή του από τον νέο ιμπεριαλιστικό –δυστυχώς στο χώρο της ελληνικής “δεξιάς” αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν παρόμοιους επιστημονικούς όρους, επειδή νομίζουν ότι αυτοί αποτελούν στοιχεία ενός αριστερού πολιτικού γλωσσαρίου– προσανατολισμό του τουρκικού κρατικού σχηματισμού.
Η φιλόδοξη ιμπεριαλιστική στροφή της τουρκικής πολιτικής -μετά από μια φάση ψευδαίσθησης ότι η χώρα αυτή θα παραμείνει σε πρακτικές του soft power και της ηγεμονίας-δύναται να καταγραφεί και ως στροφή στη θάλασσα ή καλύτερα ως βιαστικό “άνοιγμα” στην πρόκληση της μετατροπής της σε θαλάσσια περιφερειακή δύναμη. Η Τουρκία δε φαίνεται αυτή τη στιγμή να διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για την παραγγελία νέου πολεμικού (ναυτικού) υλικού και τεχνολογίας από την Γερμανία. Αλλά και εάν διέθετε επάρκεια κεφαλαίων, δε δυνάμεθα να προεξοφλήσουμε ότι αυτά θα διοχετεύονταν σε αγορές από την Γερμανία. Η μετατροπή έστω και σε περιφερειακή ναυτική δύναμη απαιτεί από μια χώρα των προδιαγραφών της Τουρκίας τη δημιουργία δικής της πολεμικής βιομηχανίας. Οι πρόσφατες τουρκοελληνικές εντάσεις με πρόσχημα επιστημονικές έρευνες ενεργειακής-οικονομικής στόχευσης σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές είναι, πέραν των άλλων, και απότοκα μιας νέας αυτοπεποίθησης του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού του τουρκικού κρατικού σχηματισμού αναφορικώς με τον θαλάσσιο χώρο.
Η Τουρκία δεν έχει πλέον τον ίδιο τύπο εξάρτησης από την πολεμική βιομηχανία χωρών, όπως η Γερμανία. Αν λάβουμε υπ΄ όψη μας ότι η γερμανική ναυπηγική βιομηχανία αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, θα αντιληφθούμε και το μέγεθος της αστοχίας του έλληνα υπουργού επί των εξωτερικών να ζητήσει την αρωγή του γερμανικού παράγοντα. Η αμηχανία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ξεγυμνώθηκε ενώπιον “εχθρών και φίλων”. Μια ατυχέστατη στιγμή του κ. Νίκου Δένδια.
Επί του συγκεκριμένου: Η ροή πολεμικού υλικού δε θα διακοπεί για τον απλό λόγο ότι η Γερμανία, χώρα κατ΄ εξοχήν εξαγωγών, δεν μπορεί να αθετήσει όσα συμφώνησε (pacta sunt servanda). Κάτι τέτοιο θα δυναμίτιζε τα οικονομικά θεμέλια της συγκεκριμένης χώρας, ως χώρας εξαγωγών. (Αυτό μόνο με τη συναίνεση, για τους όποιους λόγους, του τουρκικού παράγοντα θα μπορούσε να γίνει). Από την άλλη η Γερμανία δύναται να αρνηθεί μελλοντικές συνεργασίες με την Τουρκία. Ως τόσο αυτή η ανάγνωση των πραγμάτων, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ΄ όψη της, την πίεση που ασκεί στη γερμανική αγορά εργασίας ο περιορισμός των ναυπηγικών δραστηριοτήτων, όπως επίσης και τη σημασία των τελευταίων για τη διατήρηση του προβαδίσματος σε ορισμένους τομείς της τεχνολογίας.
Η εξάρτηση της γειτονικής χώρας αποκτά με τον καιρό διαφορετικά χαρακτηριστικά από την εξάρτηση της Ελλάδας από τις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες. Η Τουρκία διαθέτει πλέον τη δική της ναυπηγική βιομηχανία, η οποία μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος των αναγκών του πολεμικού ναυτικού της, αλλά και να συμβάλλει στην εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας στον στρατιωτικής φύσεως ναυπηγικό τομέα. Έτσι πιθανές μελλοντικές παραγγελίες από τη Γερμανία θα οφείλονται κυρίως στην ανάγκη να συμπληρωθούν διάφορα κενά και, κυρίως, εκείνα στον τομέα της τεχνολογίας, δηλαδή θα έχουμε φαινόμενα νόμιμης απόκτησης τεχνολογικών καινοτομιών από την τουρκική πλευρά για την περαιτέρω εξέλιξη και αξιοποίησή τους.
Είναι ολοφάνερο πως η Τουρκία μετεξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς σε περιφερειακή ναυτική δύναμη και η ναυπηγική και εξαγωγική δραστηριότητα στον χώρο των πολεμικών σκαφών, είναι μέρος αυτής της διαδικασίας ευρύτερου μετασχηματισμού της χώρας, η οποία αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά, το γνωστό ιστορικό δίλημμα: χερσαία ή θαλάσσια δύναμη. Αυτό τροφοδοτεί και τροφοδοτείται και από μια ξεκάθαρη πολιτική επιθετικότητα κλασικού ιμπεριαλιστικού τύπου στο θαλάσσιο χώρο και στην προσπάθεια ενίσχυσης της παρουσίας της σε αυτόν τον τομέα. Όλα αυτά καταγράφονται και με την ύπαρξη σύγχρονων ναυπηγικών ζωνών και επιχειρήσεων με αξιόλογη παραγωγική και εξαγωγική δραστηριότητα και κερδοφορία – στην Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη.
Συνοψίζοντας δυνάμεθα να θεωρήσουμε ότι ευρισκόμαστε, εποπτεύοντας σε μακροϊστορικό βάθος τα πράγματα, ενώπιον μιας πρωτόγνωρης τουρκικής επιστροφής. Που; Στο θαλάσσιο χώρο με αξιώσεις σχετικής κυριαρχίας.
Όσοι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (κυρίως στην Γερμανία) προσδοκούν σε αλλαγή πλεύσης της γειτονικής χώρας μετά την αποχώρηση-απομάκρυνση του Ταγίπ Ερντογάν, αναγιγνώσκουν με λανθασμένο τρόπο τις βαθιές διεργασίες που έχουν συντελεστεί και συντελούνται στην τουρκική κοινωνία και τα ισχυρά συμφέροντα που διαμορφώνονται από τον νέο πολιτικό προσανατολισμό της. Στη σημερινή Τουρκία το πολιτικό-ιδεολογικό προβαδίζει του οικονομικού και αυτό αποσιωπάται -για διάφορους λόγους πολιτικής τακτικής- από τους “δυτικούς” , αλλά στην Ελλάδα κάποιοι παίρνουν τοις μετρητοίς τα περί οικονομικής αδυναμίας της Τουρκίας και παραγνωρίζουν πλήρως τα πραγματικά διεθνοπολιτικά δεδομένα. Χρειαζόμαστε ένα άλλο υπόδειγμα αντιμετώπισης της νέας αμφίβιας μεταλλαγής στα απέναντι παράλια.
ΤΩΡΑ!… Έστω και στο παρά ένα…