Ο εξελισσόμενος; πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε -προς στιγμή μόνον- στην επικαιρότητα τις ομοιότητες που αυτός έχει, από την αντίστοιχη εισβολή το 1974- με την εισβολή και κατοχή του Βόρειου τμήματος της Κύπρου έκτοτε από την Τουρκία με 40.000 στρατό στην μεγαλόνησο.
Τα όσα διαδραματίζονται αυτή την περίοδο στην Ελλάδα, από την εισβολή των Ρώσσων στην Ουκρανία, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη να συνταχθεί με τους Νατοϊκούς και τις ΗΠΑ και την αποστολή πολεμικού οπλισμού αφήνουν απολύτως εκτεθειμένη την χώρα μας.
Η τωρινή διακυβέρνηση της χώρας αποτελείται από ένα δεξιό, νεοφασιστικών αποχρώσεων και διασυνδέσεων κόμμα, -αλλά και με τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης με την μορφή «λευκής επιταγής»- οδηγεί αυτή τη στιγμή με τη σύμπραξη όλων των μηχανισμών που ενορχηστρώνονται από την Αμερικανική Πρεσβεία με τον εκλεκτό της πρέσβη στη χώρα μας Τζέφρυ Ρ. Πάιατ, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω πριν έρθει στην χώρα μας, την κρίσιμη και επίμαχη περίοδο 2013-2016 υπήρξε πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουκρανία με πλούσια δράση.
Έτσι η χώρα μας συνεχίζοντας την κατρακύλα, που εδώ και πάνω από 12 χρόνια βυθίζεται όλο και βαθύτερα σε ένα οικονομικό και κοινωνικό όλεθρο ως χώρα, αποδεκατισμένη από την «μνημονιακή» καταλήστευση, ως αποτέλεσμα της «ευρω-δουλείας» όλων της των πρόσφατων κυβερνήσεων της, ακολουθεί ως «απόλυτα προβλέψιμη αλλά και δεδομένη την πλήρη ταύτισή της με τις επιδιώξεις των ΗΠΑ του ΝΑΤΟ.
Παγωμένη και ρημαγμένη η ελληνική κοινωνία από την «υγειονομική δικτατορία» που επιβλήθηκε επί δύο χρόνια, μέσω υπουργικών διαταγμάτων και με «οικειοθελώς φιμωμένη» την αντιπολίτευση, προβαίνει δυστυχώς στην έσχατη αυτοκτονική κίνηση να λάβει μέρος -έστω και με αυτόν τον τρόπο- σε έναν πόλεμο που δεν την αφορά, δηλώνοντας περίτρανα και με προκλητικό τρόπο ότι, «για μία φορά ακόμα είναι στην σωστή μεριά της ιστορίας», θεωρώντας ότι είναι στο πλευρό των νικητών», όπως δήλωσε κυνικά ο πρωθυπουργός της.
Μόνο που τα κέρδη των νικητών —αν υπάρξουν— δεν προορίζονται για τις δουλοπρεπείς ορντινάτζες, που αρνούνται να διδαχθούν -εδώ κι έναν αιώνα μετά- από την Μικρασιατική καταστροφή που προκάλεσε «η μεταπρατική της συντεχνία» που έχει αναλάβει έκτοτε υπεργολαβικά τις τύχες της χώρας.
Σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να γίνεται λόγος «περί αξιών» σε ένα τέτοιο ασφυκτικά ελεγχόμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, αλλά ούτε και με τη μοναδική γλώσσα που αυτοί καταλαβαίνουν, τη γλώσσα των ιδιοτελών συμφερόντων.
Η απονενοημένη κίνηση της Ελλάδας να στείλει όπλα στην Ουκρανία αποτελεί πρώτου μεγέθους αυτογκόλ, που δεν υπηρετεί σε καμία στιγμή τα «εθνικά μας συμφέροντα». Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ τους λόγους – τους έχουν ήδη εκθέσει λεπτομερώς πολλοί, ακόμη και συντηρητικοί πολιτικοί αναλυτές τούτες τις ημέρες.
Να θίξουμε όμως μονάχα ένα επιχείρημα που προβάλλουν οι κυβερνητικοί κύκλοι και οι περί αυτήν για να δικαιολογήσουν την καταστροφική ενέργειά και εμπλοκή τους.
Είναι το επιχείρημα που λέει εν ολίγοις, πως η παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας με πρόσχημα την προστασία κάποιας μειονότητας είναι ειδεχθής πράξη εισβολής, όπως ακριβώς η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974.
Έτσι το πρώτιστο που απαιτείται να δούμε είναι πόσο μακριά φτάνει αυτή η αναλογία με αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία.
Είναι αλήθεια ότι στην Κύπρο υπήρχε μια Τουρκική μειονότητα που όντως είχε υποστεί βιαιοπραγίες από τους ακροδεξιούς εθνικιστές της ΕΟΚΑ που ηγούνταν του απελευθερωτικού αγώνα κατά των βρετανών αποικιοκρατών, τόσο στη διάρκεια του αγώνα όσο και μετά την ανεξαρτοποίηση της νήσου στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Από αυτή όμως την άποψη η Τουρκία τυπικά δεν εστερείτο επιχειρημάτων νομιμοποίησης, όπως υποστηρίζουν ελληνικοί κύκλοι. Όμως το μέγεθος και η βιαιότητα της στρατιωτικής της επέμβασης ήταν τερατωδώς δυσανάλογη προς τον διακηρυγμένο σκοπό αλλά και προς τα δικαιώματα που τυπικά της έδινε το καθεστώς ως εγγυήτριας δύναμης – πράγμα που φανερώνει την προσχηματικότητα του σκοπού.
Δεύτερον αλλά και πολύ σπουδαιότερο, μια τέτοια επέμβαση όφειλε αφού εκπληρώσει τον σκοπό της, να τερματιστεί και οι στρατιωτικές δυνάμεις να επιστρέψουν στη βάση τους στην Τουρκία. Αντ’ αυτού όμως παραμένουν -επί 47 χρόνια -ως μόνιμη δύναμη κατοχής δημιουργώντας ένα de facto «κράτος» στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, σε πείσμα όλων των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, των κανονισμών της Ε.Ε -στην οποίαν εντάχθηκε επισήμως η Κύπρος από το 2004- και εναντίον όλων των διακηρύξεων του διεθνούς δικαίου.
Επιπλέον, έκτοτε αλλά και κατά το παρελθόν η Κύπρος, δεν συνιστούσε καμία στρατιωτική απειλή για τη Τουρκία, ούτε επιδίωξε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, πράγμα που θα δικαιολογούσε, έστω κατά παράβαση του δικαιϊκού γράμματος, με ενέργειες για την αποτροπή των υφιστάμενων ισορροπιών.
Η Ρωσία, απεναντίας, στον επικείμενο πόλεμο στην Ουκρανία δεν έχει όπως δείχνουν οι στρατιωτικές εξελίξεις την πρόθεση —ούτε προφανώς και την ανάγκη— να προσαρτήσει τα εδάφη, ενώ βρίσκεται η ίδια φανερά και ειδικότερα μετά το 1991 και εντεύθεν, υπό ζωτική απειλή από την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στην περίμετρό της, με την απειλή αυτή να είναι δημόσια εκφρασμένη από τους ΝΑΤΟικούς αλλά και τις ΗΠΑ.
Να επισημανθεί επίσης ότι στην Ουκρανία ζει μια μεγάλη Ρωσική μειονότητα η οποία υφίσταται από το 2014, όχι μόνον παραβιάσεις στοιχειωδών πολιτικών δικαιωμάτων —όπως επίσης και στις Βαλτικές χώρες, οι οποίες έχουν ήδη ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, όπως άλλωστε και άλλες περιοχές της πρώην Ανατολικής Ευρώπης που έχουν εκχωρήσει ουσιαστικά την ανεξαρτησία τους στον Ατλαντικό άξονα με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ.
Είναι απερίγραπτές οι ωμότητες που έφταναν σε όλους εμάς ως πληροφορίες, τόσο γνωστές ώστε δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε, για τις φρικαλεότητες των ακροδεξιών και ναζιστικών ταγμάτων, πληροφορίες που έφταναν από τους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς που ζουν στην ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης, από την ανεξέλεγκτη δράση των Ναζιστικών «ταγμάτων Αζόφ» που δρούσαν ενταγμένες ως αυτόνομο σώμα ειδικών καθηκόντων του Ουκρανικού στρατού στην περιοχή έως και την Κριμαία, πριν την πρόσφατη «προσάρτησή» της από τους Ρώσους.
Ο «προσεκτικός χαρακτήρας» που επιχειρούν να δώσουν οι Ρώσοι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στρατού έχει άραγε αντίστοιχη αναλογία με την αγριότητα της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, των Αμερικανικών εισβολών στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία, στις μισές χώρες της Λατινικής Αμερικής, είτε ακόμα των εισβολών του Ισραήλ στη μισή Μέση Ανατολή…
Ας μην συνεχίσουμε διότι εν ολίγοις όλα τα επιχειρήματα καταρρέουν «εκ της προδικασίας», όπως είθισται να λένε οι δικηγόροι.
Όμως τελικά αυτό που απαιτείται είναι να δούμε, αν υποθέσουμε ότι το μέλημα για την Κύπρο εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης είναι ειλικρινές, με το επιχείρημα της υπηρέτησης των «εθνικών συμφερόντων» όπως ισχυρίζεται, ώστε κατά πόσον η κίνησή της υπηρετεί τον εθνικό σκοπό της.
Δεδομένου ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο σχεδιάστηκε στα επιτελεία των Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών «προστατών» της Ελλάδας και της Κύπρου και δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Αμερικανοί αλλά και Ευρωπαίοι «σύμμαχοι» της Ελλάδας, όχι μόνο δεν θέλησαν να επιβάλουν ποτέ κυρώσεις στην Τουρκία, αλλά να νομιμοποίησαν με εσκεμμένες παραλείψεις τους την στρατιωτική κατοχή του νησιού, η τωρινή τους απαίτηση προς την Ελλάδα να συνδράμει στον πόλεμό της Ουκρανίας, έδινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Ελλάδα να ορθώσει βέτο απαιτώντας ως όρο την έμπρακτη επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, για ομόλογο αδίκημα.
Το ότι δεν το έκανε ή δεν τολμά να το κάνει ούτε και σε αυτή την «ευνοϊκή» συγκυρία η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν είναι απλώς μια παράλειψη ή ολιγωρία· αλλά ακόμα μία ενεργητική πράξη εγκατάλειψης του γνωστού δόγματος ότι «η Κύπρος είναι μακράν της Ελλάδος» και ως ανεξάρτητο Κράτος «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συ- παρίσταται».
Αποτελεί δυστυχώς την συνενοχή των διαχρονικών κυβερνήσεων της Δεξιάς στην υποχωρητική πολιτική, στην οποία ασφαλώς υπόλογοι είναι και η Κυπριακή κυβέρνηση, με αποτέλεσμα το διαρκές «στρίμωγμα» της χώρας σε ακόμη πιο δυσχερή θέση στην παγκόσμια σκακιέρα…
Είναι φανερό ότι απαιτείται επειγόντως μια «νέα εθνική στρατηγική» …
Δημήτρης Τεμουρτζίδης, είναι μέλος της Κ.Ε της Σο.Προ.