Στην πρόσφατη θεματική ενότητα του κόμματος της Σοσιαλιστικής Προοπτικής(22),για τη διεθνή θέση της Ελλάδας και το ρόλο της, εκφράστηκε η θέση πως η επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν με τους γείτονες πρέπει να γίνεται με το διάλογο, αρκεί να μην παραβιάζεται το διεθνές δίκαιο και να μην αμφισβητείται η εθνική κυριαρχία στο παραμικρό.
Είναι μία θέση που με βρίσκει σύμφωνο ως γενική αρχή επίλυσης διαφορών. Αλίμονο εάν πρέσβευα κάτι διαφορετικό. Με αφορμή όμως την παραπάνω διαπίστωση είμαι αναγκασμένος, από τα τεκταινόμενα εδώ και δεκαετίες, να προβώ στις παρακάτω σκέψεις.
Όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά διαπιστώνω πως η Τουρκία συμπεριφέρεται ακριβώς παραβιάζοντας τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου και με πρόδηλο στόχο την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδος ακόμη και επί εδαφών. Ως εκ τούτου, αμφιβάλλω για το αν ο διάλογος μπορεί να αποβεί πρόσφορος ως μέσο επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, προτού διασφαλιστούν, πέρα από κάθε αμφιβολία ή αμφισημία, τα δίκαιά μας. Αμφιβάλλω ως προς την προσφορότητα του συγκεκριμένου μέσου ακόμη και αν αποδεχόμασταν τελικά την από κοινού δικαιοδοσία ενός διεθνούς δικαστικού οργάνου, ακόμη και εάν περιλαμβάνονταν και ζητήματα πέρα από την οριοθέτηση ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας, προς εξευμενισμό της.
Αντιθέτως, εκτιμώ πως η συζήτηση με την Τουρκία οποιασδήποτε διαφοράς ακόμη και μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες, αυτομάτως θα φέρει στο επίκεντρο την αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας. Σε άρθρο της κ. Κύρας Αδάμ, ακόμη και με χωρικά ύδατα 6 ν.μ., η Τουρκία στο Βόρειο Αιγαίο, δηλαδή, από τις εκβολές του Έβρου έως τη Χίο και τα Ψαρά, δικαιούται μικρό μέρος της ΑΟΖ. Επίσης, νοτιότερα, μέχρι και τη Ρόδο, δεν τίθεται θέμα τουρκικής ΑΟΖ στο Αιγαίο(1). Άρα, είναι προφανές, πως η συζήτηση δεν μπορεί να περιοριστεί στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο κυριαρχίας και με βάση το υφιστάμενο διεθνές δίκαιο και αυτό να ικανοποιεί την Τουρκία.
Για την ακρίβεια, με βάση της αιτιάσεις της Τουρκίας, θα απαιτείτο επαναπροσδιορισμός τουλάχιστον κάποιων νησίδων ή βραχονησίδων. Πράγματι Τούρκος διπλωμάτης απεκάλυψε πως στις διερευνητικές, προ του 2004, επαφές η Ελλάδα συζητούσε και το καθεστώς, νησιών, βραχονησίδων και βράχων την κυριαρχία των οποίων η Τουρκία αμφισβητεί(2). Σαν να μην έφτανε αυτό «Για τις “γκρίζες ζώνες”, δηλαδή το θέμα που θέτει η Τουρκία για νήσους και νησίδες που δεν αναφέρονται ρητά στις συνθήκες…», Έλληνας πρώην υφυπουργός Εξωτερικών «..ανέφερε, ότι κατά τη γνώμη του η χώρα μας θα μπορούσε να το συζητήσει με την Τουρκία, τονίζοντας όμως ότι η εθνική θέση είναι αρνητική»(3). Έτι περαιτέρω, ελληνική κυβέρνηση, στο λυκόφως του εικοστού αιώνα, με την ονομαζόμενη ως «στρατηγική του Ελσίνκι» φαίνεται να αποδέχεται την ύπαρξη συνοριακών διαφορών πέραν της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και μάλιστα φαίνεται να αποδέχεται και τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, για οποιαδήποτε τέτοια συνοριακή διαφορά χωρίς εξαιρέσεις για θέματα εθνικής κυριαρχίας(4).
Φυσικά, η οριοθέτηση ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας προϋποθέτει ένα άλλο ζήτημα δυνητικής εθνικής κυριαρχίας, αυτό της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης έως τα 12 ν.μ.. Ως προκύπτει από πληθώρα άρθρων ένα από τα βασικότερα αντικείμενα συζητήσεων των διερευνητικών επαφών ήταν και το μονομερές δικαίωμα της χώρας μας στην επέκταση των χωρικών της υδάτων(5), (6).
Τέλος, ένα ακόμη ζήτημα εθνικής κυριαρχίας που θέλει να θέσει η Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι αυτό της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Είναι προφανές πως ο βαθμός στρατιωτικής ή αστυνομικής παρουσίας ενός κράτους σε έδαφός του είναι αναφαίρετο δικαίωμά του(7), απόδειξη της υποχρέωσής του να το προστατεύει, και εξαρτώμενο σε μεγάλο βαθμό και από τις συνθήκες ανασφάλειας τις οποίες δημιουργούν οι γείτονές του. Η Τουρκία, ήδη με την εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή εδάφους της Κύπρου, τις συνεχιζόμενες ενέργειες στρατιωτικής έντασης που δημιουργεί στο Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, τη ρητή αμφισβήτηση ελληνικών εδαφών, όχι μόνο από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά με μεγαλύτερη ζέση και από την τουρκική αντιπολίτευση, την απειλή πολέμου που έχει παρανόμως εγείρει έναντι της Ελλάδας και πρόσφατα με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού δημιουργεί συνθήκες μέγιστης ανασφάλειας. Επιπλέον, όπως αναλυτικά προβάλλει το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών στην αντίστοιχη ιστοσελίδα του, η Τουρκία δεν έχει δικαίωμα στο να εγείρει αξιώσεις αποστρατικοποίησης για οποιοδήποτε ελληνικό έδαφος(8).
Η έγερση ζητημάτων αποστρατικοποίησης είναι προφανώς ένα ακόμη επιχείρημα για την αμφισβήτηση από μέρους της Τουρκίας του δικαιώματος της Ελλάδας στην κυριότητα κάποιων από τα νησιά της δεύτερης και στη δημιουργία γκρίζου καθεστώτος σε αυτά. Η αποδοχή δε, με οποιοδήποτε τρόπο από την Ελλάδα, εξέτασης τέτοιων ζητημάτων, ακόμη και η αποδοχή προσφυγής σε διεθνές δικαστικό όργανο, ανεξαρτήτως της όποιας απόφασης, ακόμα και αν αυτό μας δικαίωνε πλήρως, φρονώ πως θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, παρέχοντας στην Τουρκία την αφορμή που ψάχνει για επιθετική ενέργεια σε χώρο και χρόνο που αυτή θα επέλεγε και αφού θα είχε δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες(9). Χωρίς αυτή την αφορμή, χωρίς δηλαδή την αμφιβολία για τον αριθμό και το είδος των δυνάμεων ασφαλείας που διαθέτει οποιοδήποτε σημείο της επικράτειάς μας ή χωρίς να της παρασχεθεί το δικαίωμα να επιτηρεί και να περιπολεί το χώρο γύρω ή μεταξύ των ελληνικών νησιών, η απειλή πολέμου (casus belli), την οποία έχει εγείρει εναντίον της χώρας μας, θεωρώ ότι είναι κενή περιεχομένου και δεν πρόκειται να ενεργοποιηθεί, ακόμη και αν προβούμε στις ενέργειες για τις οποίες έχει απειλήσει πως θα μας επιτεθεί. Να σημειώσω δε, πως εικάζω με μεγάλη πιθανότητα από τα μέχρι τώρα πεπραγμένα της γειτονικής χώρας, πως υφαλοκρηπίδα μεταξύ ελληνικών νησιών ή δυτικότερα από αυτά προφανώς και θα θεωρηθεί ως χώρος δικής της ευθύνης και αστυνόμευσης περιπλέκοντας και αναθερμαίνοντας τις αξιώσεις της.
Για τους παραπάνω λόγους η χώρα μας πολύ ορθά έχει πλέον εξαιρέσει από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου «Διαφορές για μέτρα για την προστασία της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας από πλευράς εθνικής άμυνας(10)» και «Διαφορές για τα κρατικά όρια ή την κυριαρχία επί του εδάφους της Ελληνικής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης κάθε διαφοράς επί του εύρους και των ορίων των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου αυτής(10)». Ταυτόχρονα, η ελληνική πλευρά επισήμως αποδέχεται ως μόνη διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας(11) και μάλιστα μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών και των απέναντι τουρκικών ακτών. Επιπλέον, η ελληνική πλευρά δηλώνει πως η μέθοδος οριοθέτησης όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της μέσης γραμμής / ίσης απόστασης(12).
Η παραπάνω επίσημη θέση σαφώς και θα έπρεπε να δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας. Ειδικά, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και με τις πρόνοιες της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982 (UNCLOS), που επέχει πλέον θέση εθιμικού δικαίου, στο πλευρό μας, θα έπρεπε να νιώθουμε αισιόδοξοι για μία έντιμη διευθέτηση με την άλλη πλευρά με εργαλεία το διάλογο και το Διεθνές Δίκαιο.
Παρόλα αυτά, η ελληνική εξωτερική πολιτική φαίνεται να στερείται της μεθοδικότητας και της αποτελεσματικότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή ασκείται απέναντι στην Ελλάδα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τα παραδείγματα για αυτό είναι πολλά. Η συνεχιζόμενη κατοχή της Κύπρου, οι διεκδικήσεις που ξεκίνησαν από την αμφισβήτηση εθνικού εναέριου χώρου και έχουν επεκταθεί μέχρι την αμφισβήτηση ελληνικού εδάφους, με εισβολή μάλιστα σε ελληνική βραχονησίδα το 1996, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Ο διεθνής παράγοντας και ειδικά οι χώρες με τις οποίες συνεργαζόμαστε στενότερα, όπως η Γερμανία και οι Η.Π.Α., συχνά φαίνεται να στέκεται επικριτικός απέναντί μας και να μας πιέζει να γίνουμε πιο διαλλακτικοί απέναντι στις τουρκικές αιτιάσεις και διεκδικήσεις. Αισθάνομαι πως αρκετοί από τους ισχυρούς συμμάχους μας, μας αντιμετωπίζουν ως συμπλήρωμα στη γεωστρατηγική και γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας. Τα παραδείγματα για αυτό πάρα πολλά. Ενδεικτικά αναφέρω τη μη κλήση μας στη Διάσκεψη για τη Λιβύη, ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη φορά(13), παρότι, οφείλοντας να έχουμε ευρωπαϊκά θαλάσσια σύνορα (κοινή ΑΟΖ) με τη χώρα αυτή θα έπρεπε να είμαστε από τις πρώτες χώρες στη λίστα των προσκεκλημένων και να έχουμε ιδιαίτερο ρόλο στην επιχείρηση IRINI, η οποία έχει κύριο καθήκον την εφαρμογή του εμπάργκο όπλων του Ο.Η.Ε. στη Λιβύη αλλά και άλλα πολύ σημαντικά καθήκοντα(14). Άλλο παράδειγμα είναι η απομόνωση της Ελλάδας από τη Γερμανία, η οποία διεξαγάγει διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία(15) για το μεταναστευτικό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τη θέση αυτού ο οποίος δέχεται το μεγαλύτερο κύμα των μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία προς την Ευρώπη, δηλαδή της χώρας μας. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της αδυναμίας της χώρας μας να επιβληθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση κυρώσεις έναντι της Τουρκίας για τις παράνομες ενέργειες της δεύτερης τόσο στην ΑΟΖ της Κύπρου, όσο και για αυτές επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Οι λόγοι για αυτή την ανυποληψία μας σε διεθνές επίπεδο για ζητήματα που βλάπτουν άμεσα την ειρήνη, την ασφάλεια της περιοχής αλλά και την ευημερία της χώρας μας, με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος είναι πολλοί και απαιτείται ιδιαίτερη έρευνα και ανάλυση. Επιγραμματικά αναφέρω κάποιες από τις σκέψεις μου όπως αυτές προκύπτουν από τα δημοσιεύματα στον καθημερινό τύπο. Καταρχάς, κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί διαλαλούν σε όλους τους τόνους την ανάγκη να «πειστεί» η Τουρκία να προσέλθει σε διάλογο με τελική κατάληξη το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ακούγοντας αυτή τη ζέση με την οποία καταπιανόμαστε να τους πείσουμε για διαπραγματεύσεις, είναι προφανές πως θα θέσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όσο το δυνατόν περισσότερα αιτήματα, όσο το δυνατόν πιο επιθετικά, πλαισιώνοντάς τα με στρατιωτική ένταση ούτως ώστε να καταλήξουμε σε ένα συμπεφωνημένο πλαίσιο συζήτησης και λύσης, το οποίο θα υπερβαίνει τις αρχές που έχουμε προσδιορίσει και κατά τη γνώμη μου θα τους δίνει το δικαίωμα μελλοντικά να εγείρουν νέες αξιώσεις με επιπλέον για αυτούς κατοχυρωμένα θεσμικά επιχειρήματα.
Όπως το θέτει ο εξαίρετος κ. Θ. Καρυώτης «η όποια απόφαση της Χάγης θα σχετίζεται με το τι θα συμπεριλαμβάνει το συνυποσχετικό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας(16)». Άποψή μου είναι πως εάν η Ελλάδα παραμείνει στη διακηρυγμένη θέση της «…ότι το συνυποσχετικό θα συμπεριλαμβάνει μόνο, βάσει UNCLOS, την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας»(16), κατά την κρίση μου, η προσφυγή θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια κάποια διευθέτηση, όσον αφορά το ένα σκέλος των ζητημάτων που μας χωρίζουν, αυτό το οποίο επισήμως αποδεχόμαστε εμείς, εάν όμως συμπεριλάβει και άλλα ζητήματα από αυτά που θέτει η Τουρκία, τότε νομίζω πως θα εισέλθουμε σε επικίνδυνες ατραπούς.
Οι συμφωνίες με την Τουρκία εντάσσονται για αυτή σε ένα πλαίσιο μακροχρόνιου επεκτατικού στρατηγικού σχεδιασμού. Δεν είναι ένα τέλος, μια κατάληξη ειρηνικής συνύπαρξης και οργανικής συμβίωσης που εύλογα θα επιθυμούσαμε, αλλά ένα μέσο για έναν απώτερο στρατηγικό στόχο. Αυτό αποδεικνύουν όλες οι επιμέρους συμφωνίες μεταξύ μας από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, αλλά και οι συμφωνίες για την επίλυση του κυπριακού το 1959 και εν συνεχεία το 1960(27), (28). Πλέον πρέπει να είναι σαφές τι επιδιώκει η Τουρκία στο Αιγαίο. Δεν πρόκειται, από μία συμφωνία, της οποίας δεν θα μπορούμε να προβλέψουμε τα αποτελέσματα ως προς την ερμηνεία που θα κάνει η Τουρκία, και ως εκ τούτου ως προς μία βέβαιη καταστρατήγησή της από την άλλη πλευρά, να μας προφυλάξει ο διεθνής παράγοντας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., ή ένα ανίσχυρο να επιβάλει την απόφασή του Διεθνές Δικαστήριο. Ας μην ξεχνάμε ως προς την καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου και την ερμηνεία κατά το δοκούν των συμφωνηθέντων την πολύπαθη Κύπρο, την οποία καν δεν αναγνωρίζει ως κράτος, μέχρι προφανώς να υιοθετηθεί η θέση της, όσες δεκαετίες και αν χρειαστεί.
Επομένως, οι πιέσεις του διεθνούς παράγοντα, τα διεθνή συμφέροντα που σχετίζονται με την περιοχή μας, οι δικές μας πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διχόνοιες και ενίοτε σοβαρές κρίσεις, με δεδομένη τη μονολιθική μας δέσμευση σε μία μόνο οδό προσέγγισης και επίλυσης, ενδέχεται να μας οδηγήσουν σε στρατηγικά σφάλματα με σοβαρό ενδεχόμενο να προκληθεί ανήκεστος βλάβη για τα δικαιώματα μας καταρχήν στο Αιγαίο.
Άλλο επιπλέον πρόσκομμα μίας ευοίωνης εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτό αποκαλύπτεται στον καθημερινό τύπο, εκτιμώ πως είναι ο φατριασμός, δηλαδή, η μονομερής επικράτηση σε αυτή, της λογικής, των επιχειρημάτων και της προσέγγισης μίας πολιτικής και ακαδημαϊκής ελίτ, με ταυτόχρονη προσπάθεια απομονωτισμού και αποκλεισμού κάθε άλλης προσέγγισης και λογικής ως εφαρμοστέας πολιτικής πράξης. Δεν διατίθεμαι να αμφισβητήσω την καλή πρόθεση όσων εμπλέκονται κατά καιρούς στην χάραξη και εφαρμογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κάθε άλλο διακρίνω την αγωνία και την έντιμη προσπάθεια για μια οριστική και δίκαιη διευθέτηση. Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο στοιχείο του φατριασμού, πιστεύω πως περιορίζει την κατανόηση και ερμηνεία του διεθνούς περιβάλλοντος και ειδικότερα των επιδιώξεων και των μέσων που χρησιμοποιεί η ίδια η Τουρκία, καθώς και την προβλεπτική μας ικανότητα και την έγκαιρη και αποτελεσματική μας ανταπόκριση στα ζητήματα που εγείρονται. Το πρόβλημα αυτό μεγεθύνεται, ειδικά δε σε σχέση με την Τουρκία που έχει μία σύγχρονη, πολύπλοκη και πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική. Ως απότοκο, θεωρώ πως οδηγεί στα παρακάτω δεινά, δηλαδή, σε μία εθελόδουλη στάση στα εθνικά ζητήματα και έναν ραγιαδισμό έναντι των μεγάλων συμμάχων μας, αλλά και της Τουρκίας.
Παράδειγμα προς μίμηση, από την άλλη πλευρά, αποτελεί η ηγετική φυσιογνωμία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Τάσσου Παπαδόπουλου. Όχι μόνο αντιστάθηκε στην λαίλαπα που επιφύλασσε για την πατρίδα του το σχέδιο Ανάν, αλλά επιπλέον όρθωσε το ανάστημα της μικρής χώρας, επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα, προέβη σε οριοθετήσεις ΑΟΖ με γειτονικά κράτη, θέτοντας ανυπέρβλητα εμπόδια στην κατοχική Τουρκία. Επιπροσθέτως, πιστεύω πως οι παραπάνω ενέργειες άγχωσαν την κατοχική δύναμη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκαλυφθεί το εύρος των αξιώσεών της στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο και οι μέθοδοι που είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει, οι οποίες ομοιάζουν με μεθόδους «κουρσάρου». Τέλος, θεωρώ πως έβαλε, έστω και αναγκαστικά την Ελλάδα στο πλάνο των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ως εκ τούτου πρέπει να παραδειγματιστούμε από την υπόθεση της Κύπρου αφενός ως προς τις Κερκόπορτες που ανοίγονται μετά από τις συμφωνίες με την Τουρκία, όπως αυτές που ανοίχτηκαν μετά τις συμφωνίες του 1959(23) και σε συνέχεια του Συντάγματος του 1960(27), (28). Αφετέρου πρέπει να παραδειγματιστούμε από τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε την κατοχική δύναμη. Η Τουρκία διαθέτει δυνάμεις κατοχής σε Κύπρο και Συρία, διεξαγάγει παράνομες ενέργειες σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα γειτονικών κρατών, διεξαγάγει αεροναυτικές ασκήσεις στο Αιγαίο μεταξύ των ελληνικών νησιών, προβαίνει σε παράνομες συμφωνίες (βλ. τουρκολυβικό σύμφωνο), εισβάλει κάθε τόσο στο Ιράκ, συμμετέχει σε περιφερειακές συγκρούσεις της γειτονιάς της (βλ. Αρμενία – Αζερμπαϊτζάν) και εγκαθιστά, υποτίθεται «ειρηνευτικές» δυνάμεις καίτοι η θέση της είναι μεροληπτική υπέρ του ενός αντιμαχομένου και επιθετική ως προς τον άλλον.
Η Τουρκία επιδιώκει τη δημιουργία ενός αλακάρτ(24) διεθνούς δικαίου, δηλαδή, ενός διεθνούς δικαίου συρραφής των διατάξεων εκείνων οι οποίες εξυπηρετούν τους σκοπούς της. Αυτό σημαίνει πως επιδιώκει την υιοθέτηση εκείνων των πρακτικών οι οποίες είτε άμεσα εξυπηρετούν τα συμφέροντά της είτε, ακόμη και αν δείχνουν διαλλακτικές, έχουν εκείνες τις υποσημειώσεις και τους αστερίσκους τα οποία θα εγείρουν μελλοντικές αξιώσεις. Πρόσφατα, «η Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ υιοθέτησε…..την ετήσια Απόφαση για τους Ωκεανούς και το Δίκαιο της Θάλασσας, ……στη σχετική ψηφοφορία, την οποία ζήτησε η Τουρκία, την εν λόγω έκθεση υπερψήφισαν 152 χώρες, ενώ 4 (Κολομβία, Μαδαγασκάρη, Νιγηρία και Βενεζουέλα) απείχαν. Η μόνη χώρα που την καταψήφισε ήταν η Τουρκία με τη δικαιολογία ότι η εν λόγω έκθεση κάνει αναφορές στην Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας,…»(25). Αυτό το γεγονός χαρακτηρίστηκε από τον τύπο ως διπλωματική ήττα της Τουρκίας και απομονωτισμός. Η δική μου εκτίμηση είναι τελείως διαφορετική. Λίγες ημέρες πριν την έναρξη του 61ου κύκλου των διερευνητικών επαφών (25/01/2021)(26), η Τουρκία ζητώντας τη συγκεκριμένη ψηφοφορία, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ενώπιον της ολομέλειας του Ο.Η.Ε., έθεσε την αποστροφή της στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) και την εμμονή της στη δημιουργία ενός μεταξύ μας ειδικού και ξεχωριστού κανόνα δικαίου, προασπίζοντας ταυτόχρονα το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Τι πράγμα πήγαμε να συζητήσουμε ακριβώς;
Εν συνόλω, θεωρώ πως η ελληνική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από ένδεια και υποτέλεια. Με τον όρο ένδεια χαρακτηρίζω την έλλειψη μακροχρόνιας στρατηγικής όχι μόνο στους στόχους που θέτουμε αλλά και στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε στρατηγικά οργανικές συμμαχίες με τις χώρες της περιοχής μας, αλλά και μεγάλες δυνάμεις. Η αγορά όπλων και η εκροή πολύτιμων πόρων από την ελληνική κοινωνία ή η παραχώρηση εν λευκώ διευκολύνσεων, π.χ. στην υπερδύναμη, παρασάγγας απέχουν από τη δημιουργία ζωτικών συμμαχιών. Ομοίως, η ελληνοϊταλική συμφωνία για οριοθέτηση της μεταξύ μας ΑΟΖ, καίτοι επωφελής για τους Ιταλούς, δε φαίνεται να μας αποκατέστησε στη συνείδησή τους ως έναν βασικό παίκτη στη σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου, του οποίου να επιθυμούν την ενεργό δράση, εμπλοκή και συνεργασία, παρότι είμαστε και εταίροι στην Ε.Ε. και θα μπορούσαμε από κοινού να χαράσσουμε μία μεσογειακή πολιτική.
Ένδεια υπάρχει και ως προς τα μέσα επίλυσης των προβλημάτων. Υποχωρητικότητα, διαλλακτικότητα, αδιέξοδες συζητήσεις, κουραστικές αιτιάσεις και δηλώσεις, μεταφορά γκρίνιας και δυσαρέσκειας, για τη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι μας, σε όλα τα φόρα στα οποία συμμετέχουμε. Πόσο δίκιο είχε άραγε εκείνο το εξώφυλλο που μας παρουσίαζε ως παιδάκι να κρατάμε το χέρι της «μαμάς» Τουρκίας. Πόσο ανώριμη δείχνει να φαντάζει στους άλλους η συμπεριφορά μας. Φαίνεται να θέλουμε απλά «να μας αφήσουν ήσυχους». Δυστυχώς πρέπει να μετέχουμε, ενεργά και δημιουργικά. Απαιτούνται ενέργειες, δράσεις με αποτελέσματα, με κόστος στην Τουρκία, η οποία τόσο άδικα, δεκαετίες τώρα, μας επιβάλλει δυσβάστακτο κόστος, αλλά και σε όσους στέκονται εμπόδιο στην επιβολή των απαιτούμενων κυρώσεων για παράνομες ενέργειες.
Φυσικό επακόλουθο είναι η υποτέλεια. Με τον όρο αυτό εννοώ την υιοθέτηση της στρατηγικής των άλλων για την περιοχή μας (Η.Π.Α., Γερμανίας…) και την υπαγωγή των δικών μας προβλημάτων στη δική τους λογική. Ταυτόχρονα, αδυνατώντας να εκμεταλλευτούμε αποτελεσματικά προς όφελός μας, την ανησυχία τους για τα τεκταινόμενα στην περιοχή, αδυνατώντας να προτείνουμε και να επιβάλλουμε δικές μας λύσεις, απαξιώνουμε τη γεωπολιτική μας θέση. Γινόμαστε ακόλουθοι στα ζητήματα και στα παιχνίδια των άλλων π.χ. Τουρκία. Σε αντίθεση η Τουρκία προσπαθεί να στρέψει τα συμφέροντα των άλλων προς όφελός της και να τους πείσει ότι μπορεί να τα εξυπηρετήσει καλύτερα η δική της στρατηγική προσέγγιση, γιατί διαθέτει τέτοια. Δηλαδή, διαθέτει στρατηγική στην οποία οι πολιτικές των άλλων γίνονται μέσο για την επίτευξή της. Αναγκάζει τους άλλους να ακολουθήσουν τις ενέργειές της, δημιουργώντας συνεχώς νέα δεδομένα. Στην αυγή του 21ου αιώνα, η πολιτική των κανονιοφόρων που ακολουθεί και τα παράνομα σύμφωνα που συνάπτει γεννούν αποτελέσματα. Μήπως οι μερικές οριοθετήσεις ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο και τα ελαττώματά τους, όπως τόσο αναλυτικά παρουσιάστηκαν από έγκριτους αναλυτές μας, δεν είναι αποτέλεσμα του παράνομου τουρκολιβυκού συμφώνου; Τι κόστισε άραγε μία παράνομη συμφωνία στην Τουρκία; Τι κόστισε σε εμάς; Μήπως η αγορά στρατιωτικών αεροπλάνων και πλοίων από μέρους μας, δεν είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής των κανονιοφόρων της άλλης πλευράς; Μήπως η ίδια πολιτική των κανονιοφόρων σε όλη την περιοχή δεν την έχει κάνει βασικό συνομιλητή σε κάθε διένεξη; Εμείς εξαντλούμε τη στρατηγική μας πολιτική σε μία ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, ως εάν η Ε.Ε., με τη μορφή που νομίζουμε πως θα έπρεπε να λειτουργεί, να υπάρχει και να δύναται να υφίσταται για πάντα. Πόσο κοντόφθαλμη και ουτοπική λογική, η οποία μας αποκλείει από σημαντικές για εμάς αποφάσεις και μας αναγκάζει να τρέχουμε ασθμαίνοντας να «μπαλώσουμε τρύπες».
Πρέπει να αλλάξουμε άρδην. Ως εκ τούτου προτείνω μία άλλη εναλλακτική. Καταρχήν, να εκμεταλλευτούμε τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Ανακήρυξη ΑΟΖ, ως προκύπτει πλέον, λαμβάνοντας υπόψη και τις μερικές οριοθετήσεις με Ιταλία και Αίγυπτο, απαραιτήτως οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο, επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. και καθορισμός συνορεύουσας ζώνης, όπου κρίνεται απαραίτητο από γεωστρατηγική άποψη, π.χ. δυτικά, νότια και ανατολικά της Κρήτης, νότια της Κάσου και της Καρπάθου κ.ο.κ.. Τα πλεονεκτήματα της επέκτασης των χωρικών υδάτων σε σχέση με τα προβλήματα τα οποία εγείρει η Τουρκία έχουν παρουσιαστεί από τον Καθηγητή κ. Άγγελο Συρίγο(17). Επίσης, ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος έχει επιχειρηματολογήσει για την επέκταση των χωρικών μας υδάτων πριν από την κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ή τουλάχιστον υπέρ της διασφάλισης πως το οιοδήποτε δεδικασμένο μετά την προσφυγή δεν θα θίγει το δικαίωμα για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στα 12 ν.μ.(18). Να σημειώσουμε εδώ, πως η Τουρκία έχει χωρικά ύδατα 6 ν.μ. στο Αιγαίο και 12 ν.μ. σε Εύξεινο Πόντο και Ανατολική Μεσόγειο(19). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με άρθρο της κ. Κύρα Αδάμ «Η Τουρκία το 1964 καθόρισε με νόμο την τουρκική Ζώνη Αλιείας 6νμ πέρα από τα χωρικά της ύδατα και έτσι έχει Ζώνη Αλιείας 12νμ από τις ακτές της»(20).
Η διαδικασία ανακήρυξης ΑΟΖ, οριοθέτησής της με Κύπρο και η επέκταση των χωρικών μας υδάτων, εξασφαλίζει, κατά την κρίση μου, την ανάγκη πλέον της Τουρκίας για δική της προσφυγή σε ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, αποκλειστικά και μόνο για θαλάσσιες ζώνες, ως επιθυμούμε και διακηρύσσουμε τόσο επιτακτικά. Οποιαδήποτε άλλη παράνομη ενέργειά της εντός των χωρικών μας υδάτων ή της οριοθετημένης ΑΟΖ, εντός δηλαδή χωρικών υδάτων και ΑΟΖ της Ε.Ε., πρέπει να εγείρουν αυτόματα διπλωματικές και οικονομικές κυρώσεις από την Ε.Ε. ικανές να την αποτρέπουν από τέτοιες ενέργειες. Ως εγγυήτρια χώρα της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, νομίζω πως οφείλουμε την οριοθέτηση της κοινής μας ΑΟΖ, ώστε να μην αφήνουμε έκθετη την ΑΟΖ της Κύπρου στις αιτιάσεις και παράνομες ενέργειες της Τουρκίας, αλλά και στην αμφιβολία των Ευρωπαίων εταίρων. Φυσικά αυτό απαιτεί προπαρασκευή και διπλωματικό αγώνα, αλλά θεωρώ πως είναι επιτεύξιμο. Από εκεί και πέρα το Διεθνές Δίκαιο παρέχει της ασφαλιστικές δικλείδες και τα μέσα για επιμέρους διευθετήσεις και διευκολύνσεις με κάθε ενδιαφερόμενο ο οποίος σέβεται την εθνική μας κυριαρχία και προσέρχεται σε διάλογο αναγνωρίζοντας τις Διεθνείς Συνθήκες και το Διεθνές Δίκαιο, ως αποδείξαμε τόσο εύγλωττα με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Με αυτό τον τρόπο γινόμαστε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για μεγάλες δυνάμεις που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα αναβαθμιζόμαστε ως κρίσιμος δρών στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου.
Μια τέτοια στρατηγική βέβαια χρειάζεται μεθοδικότητα, προσοχή και προετοιμασία σε όλα τα επίπεδα, σχεδιασμού, οργάνωσης, υλοποίησης, πρόβλεψης ενεργειών αντίδρασης από την άλλη πλευρά, προετοιμασίας αποτρεπτικών ενεργειών, κριτηρίων επιλογής μέτρων και βαθμού αντίδρασης. Απαιτείται διπλωματική προετοιμασία σε βάθος και ένταση. Πρέπει να καταδειχτεί στις μεγάλες δυνάμεις η αναγκαιότητα εφαρμογής από τη χώρα μας αυτής της στρατηγικής για την προώθηση της ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή. Τοιουτοτρόπως, απαιτείται ένας ελάχιστος χρόνος, μέσα στον οποίο θα προετοιμάζονται οι αντίστοιχες δράσεις. Προϋποτίθεται πάνω από όλα συντονισμός πολλών φορέων της ελληνικής πολιτικής εσωτερικής και εξωτερικής. Προϋποτίθεται συγκερασμός και εποικοδομητική συνεργασία. Προϋποτίθεται, ζέση, προσήλωση στο στόχο και αποφασιστικότητα, κλιμάκωση και εφαρμογή μέτρων και αντιμέτρων που θα πείθουν, για την επίτευξη αυτών που σχεδιάζουμε και θα αποτρέπουν την άλλη πλευρά από ενέργειες αμφισβήτησης, ώστε ο χρόνος σταδιακά να καθίσταται σύμμαχός μας.
Υπερβαίνοντας όμως τα ελληνοτουρκικά, θα πρέπει να σκεφτούμε και το εξής άλλο. Εξαιτίας του πλήθους και της πολυπλοκότητας των ζητημάτων που αντιμετωπίζουμε και μέλει να αντιμετωπίσουμε, προκύπτει αδήριτη η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου οργάνου, συμβουλευτικού και συντονιστικού, ενός για παράδειγμα καινοτόμα διευρυμένου, αλλά ταυτόχρονα έξυπνα ευέλικτου και αποτελεσματικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και Στρατηγικής το οποίο θα κληθεί συντεταγμένα να επικουρεί την εκάστοτε κυβέρνηση στη νέα εποχή και τις προκλήσεις της. Πρέπει να πούμε όχι στις μιμήσεις και τις αντιγραφές.
Επειδή, δε, η ανάπτυξη και εμπέδωση μακροχρόνιας στρατηγικής, όχι μόνο στα ελληνοτουρκικά ή στις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής, αλλά επίσης και ως προς τις προκλήσεις στην οικονομία, λόγω της κλιματικής αλλαγής, εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου και γενικότερα ως προς τον προσδιορισμό της θέσης και του ρόλου της Ελλάδας σε ένα ολοένα μεταβαλλόμενο και απαιτητικό παγκόσμιο γίγνεσθαι, απότοκο των επιδιώξεων και των στρατηγικών των υπολοίπων δρώντων, είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση και συνεργασία όλων των διαθέσιμων δυνάμεων, προφανώς και του απόδημου ελληνισμού. Απαιτείται δηλαδή, η σύσταση ενός θεσμικού οργάνου το οποίο θα μπορεί να ενσωματώνει δημιουργικά και αποτελεσματικά τη διαφορετική προσέγγιση, θα κινητοποιεί εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες θα προάγουν τη σύλληψη και ανάπτυξη καινοτόμων θεωριών εξήγησης της οικονομίας, της πολιτικής, της κοινωνίας, του διεθνούς περιβάλλοντος, της τεχνολογικής προόδου και του ρόλου της κ.ο.κ., πέρα από αυτές που μας επιβάλλονται, γίνονται μόδα και πριν προλάβουμε να τις υιοθετήσουμε έχουν απαξιωθεί. Τέλος, θα ελέγχει τα πεπραγμένα ως προς την επίτευξη επιμέρους στόχων, ως μέρη ενός εναργώς διατυπωμένου στόχου – οράματος και θα ενημερώνει την κοινή γνώμη και τους κοινωνικούς φορείς, ώστε να υπάρχει ο απαραίτητος δημοκρατικός έλεγχος, μέσω του απαιτούμενου κοινωνικού διαλόγου, στα πεπραγμένα, αλλά και στην αλλαγή.
Προσδοκώ σε ένα τέτοιο θεσμικό όργανο το οποίο σταδιακά θα καταφέρει να αμβλύνει την καχυποψία και τους διαχωρισμούς. Θα συμβάλλει στην απρόσκοπτη και πλήρη συνεργασία των επιμέρους κοινωνικών φορέων. Στην πραγματικότητα πρόκειται, καταρχάς, για εκείνο το θεσμικό όργανο που θα κληθεί να γίνει ο συντελεστής απόσβεσης κρίσεων και προκλήσεων. Κατά κύριο λόγο όμως, θα είναι ο συντελεστής δημιουργικής συσπείρωσης, ενεργοποίησης και ανάταξης των δυνάμεων του ελληνισμού. Είναι χρέος, όλοι να αφυπνιστούμε(21).
Μπληζιώτης Άγγελος
Σχετικά